Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2006

Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (ΜΕΡΟΣ Ι)


Άπὸ τὸ βιβλίο τῆς Μαρίας Σ. Στούπη - Ἡ τραγουδιστὴ γλώσσα τῶν Ἑλλήνων

Ἡ πρώτη γλώσσα τοῦ ἀνθρώπινου

γένους ἦταν τὸ τραγούδι.

Στὸν κολοσσὸ αὐτοῦ ποῦ λέγεται ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γλώσσα, ἡ προσωδία εἶναι τὸ ἀπαραίτητο συμπλήρωμα. Διότι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα εἶναι τὸ πρωταρχικὸ στοιχεῖο τῆς ἐξέλιξης τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Χωρὶς τὴν ἀνεπτυγμένη σκέψη μὲ τὴ γραφική της ἀποτύπωση, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ κόσμου δὲν θὰ εἶχε φτάσει στὰ μεγάλα της ἐπιτεύγματα.

Ἀποκτώντας οἱ ἄνθρωποι γνωριμία μὲ τὸ περιβάλλον, ἀκούγοντας καὶ παρατηρώντας, ἄρχισαν νὰ ξεχωρίζουν τοὺς ἤχους ἀπὸ τὴ φύση. Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ σημαντικὸ γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ μάθει νὰ μιλάει. Οἱ ἤχοι τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἦταν οἱ πνευματικοὶ σπόροι ποὺ βοήθησαν, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ μιλήσει ἀργότερα ὁ ἄνθρωπος.

Ὅπως ἦταν φυσικὸ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ἡ ὁμιλία τῶν πρώτων ἀνθρώπων. Γιὰ νὰ μιλήσουμε προηγουμένως παίρνουμε ἀνάσα, ἡ ἀνάσα ἔχει ἦχο, μετὰ τὸν ἦχο τῆς ἀνάσας ἀρθρώνουμε τὸ λόγο.

Στὸ παλαιὸ λεξικὸ Νικ. Λωρέντη συναντᾶμαι δύο λέξεις ποῦ μᾶς προκαλοῦν ἐρωτηματικά:

Μέροψ –οπος, οἱ μέροπες = οἱ ἔχοντες ἔναρθρο λόγο. Σύνθετη λέξη ἀπὸ τὸ μείρομαι + όψ = φωνή. Ἐπίσης γράφει ὅτι: Οἱ Μέροπες ἦταν μυθώδης λαὸς ποὺ κατοικοῦσε «ἐκτὸς τοῦ κόσμου τούτου ἤπειρον», ἐπίσης, ἀναφέρονται ὡς κάτοικοι στὴ νῆσο Κῶ.... Γιὰ νὰ ὑπάρχει ἡ λέξη μὲ τὴν ἔννοια, οἱ ἔχοντες ἔναρθρο λόγο, ἄρα ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν εἶχαν ἔναρθρο λόγο.

Ἄλλη λέξη ποὺ συναντᾶμε στὸ λεξικὸ τοῦ Ἡσύχιου εἶναι γιὰ τοὺς Ἕλλοπες. Σύνθετη λέξη καὶ αὐτή, ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἐλλείπω + όψ = ἄλαλοι. Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἤξεραν ἀρχικὰ νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ γλωσσικό τους ὄργανο, νὰ πλάσουν λέξεις καὶ νὰ μιλήσουν «ἦταν ἄλαλοι», αὐτὸ σημειώνει ὁ Ἡσύχιος στὸ λεξικό τους γιὰ τοὺς Σελλούς. Περνώντας τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τοὺς βρίσκουμε μὲ τὸ ὄνομα: Ἑλλοί, Σελλοί, Ἕλλοπες, Πελασγοί, Προσέληνες κατὰ τὸν Ἰ. Πασσᾶ στὸ βιβλίο του Προϊστορία, ἐλέγοντο οἱ Ἕλληνες πρὶν ἐμφανισθεῖ ἡ Σελήνη ποὺ εἶναι τεχνητὸς δορυφόρος. Ἔπειτα ὀνομάσθησαν Ἕλληνες. Οἱ Ἕλλοπες ἔζησαν ἐκεῖ γύρω στὴ Δωδώνη. Μετὰ ἀπαντῶνται ὡς Πελασγοὶ ποὺ πρωτομίλησαν τὴν Ἑλληνικὴ καὶ ἐξαπλώνονται καὶ σὲ ἄλλα μέρη τῆς γῆς.

Τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι, ὅπου κι ἄν ὑπῆρξαν ἄνθρωποι, δὲν ὑπάρχει ἄλλη γλώσσα σ’ ὅλη τὴ γῆ ποὺ νὰ ἐπεβλήθη διὰ τῆς προσωδίας, μόνο ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Δικαίως οἱ γνωρίζοντες τὴν ἀπεκάλεσαν μητέρα ὅλων τῶν γλωσσῶν. Ἀπὸ συνέδρια ἱστορικῶν και γλωσσολόγων μαθαίνουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι πρῶτα τραγούδησαν κι ἔπειτα μίλησαν. Ἔτσι βεβαιωνόμαστε ὅτι, αὐτοὶ ποὺ ἀνέπτυξαν τὸ πνεῦμα τους ὥστε νὰ τραγουδᾶνε τὴν ὁμιλία τους, δηλαδή, νὰ ἐναρμονίζεται ἡ σκέψη τους μὲ τὴν ψυχή τους καὶ νὰ ἐκφράζονται μελωδικά, ἦταν οἱ Ἕλληνες.

Τὶ σημαίνει ἀκριβῶς ἡ λέξη προσωδία.

Ἡ λέξη εἶναι σύνθετα πρὸς + ἄδω. Δηλαδὴ δὲν εἶναι ἀκριβῶς τραγούδι, ἀλλὰ κάτι μεταξὺ ὁμιλίας καὶ τραγουδιοῦ. Σὰν μουσικὴ ἀπαγγελία, στὴν οὐσία εἶναι ἡ ψυχικὴ ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νὰ ξεχωρίσουμε στὸ μυαλό μας ἄλλο τραγουδῶ κι ἄλλο προσωδῶ. Δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ἄριες ἀπὸ ὄπερες, οὔτε δημοτικὸ τραγούδι, μὰ οὔτε καὶ βυζαντινὴ ψαλμωδία. Ἐδῶ θὰ παραθέσω τὶ εἶπε πάνω σ’ αὐτὸ ὁ Βασιλιὰς Σολομών:

«Οἱ Ἕλληνες κατὰ τὴν ὁμιλία τους, καταφέρνουν νὰ δημιουργοῦν δίνες στὴν ἀτμόσφαιρα. Ἡ μαγεία εἶναι πῶς νὰ χειρίζεσαι τὶς ἐνέργειες μέσω τῆς γλώσσας καὶ τῆς ὁμιλίας».

Ἐπίσης οἱ Ἑβραῖοι στὸ Ταλμούδ, αὐτὴ τὴν τεχνικὴ τῆς ὁμιλίας τῶν Ἑλλήνων ὄχι μόνο τὴν παραδέχονται, ἀλλὰ τὴν ὀνομάζουν Gematria, δηλ. Γεωμετρία. Κι ἐνῶ ἄλλοι λαοὶ θαυμάζουν αὐτὴ τὴ γλώσσα ἐμεῖς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες δὲν τὴν ἀντιμετωπίζουμε μὲ τὸ σεβασμὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε ἀλλὰ τὴν κακομεταχειριζόμαστε.

Δυστυχῶς ὅμως, ὅλοι μας ἀσχημονοῦμε! Ἀκόμα κι ἐμεῖς ποὺ εἴδαμε καὶ καταλάβαμε τὴν ἀξία της. Κατ’ ἀρχήν, κανένας μας δὲν σκέφτηκε ὅτι αὐτὴ τὴν ἀρχαία γλώσσα πρέπει νὰ τὴν μαθαίνουμε νὰ τὴν μιλᾶμε κι ὄχι ν΄ ἀποστηθίζουμε γραμματικοὺς κανόνες καὶ νὰ μεταφράζουμε. Ἡ μεγαλύτερη ὀμορφιά της εἶναι νὰ τὴν μιλᾶμε ἀπταίστως, μὲ εὐχέρεια, ὅπως ὑπερηφανευόμαστε ὅταν μιλᾶμε κάποια ἀπὸ τὶς παραφυάδες τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας ὅπως εἶναι ἡ Ἀγγλική, ἡ Γαλλικὴ κλπ. Ἐκεῖ προςέχουμε τὴν προφορά μας πὼς θὰ πρέπει νὰ προφέρουμε τὴ γλώσσα ποὺ μαθαίνουμε. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ κάνουμε καὶ ταξίδια στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ νὰ μάθουμε τὴν σωστὴ προφορά. Ἀλλά, μὲ τὴν Ἑλληνικὴ προφορὰ ποιός ἀσχολήθηκε ποτέ;

Ἀνάλυση στοιχείων τῆς γλώσσας

Γιὰ νὰ ἀναλύσουμε τὴ γλώσσα, χρειάζεται νὰ πάρουμε ἕνα-ἕνα τὰ στοιχεῖα ποὺ τὴν ἀποτελοῦν, γιὰ νὰ βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Ἔτσι θὰ ἐξετάσουμε τὰ φωνήεντα, τὰ σύμφωνα, τὸν τονισμὸ τὼν λέξεων καὶ τὴν κυματοειδὴ προφορά, ὅταν ἐκφωνεῖται ὁ ἀρχαῖος λόγος.

Ἄς ἀναλύσουμε πρῶτα τὴ λέξη φωνῆεν, τὶ σημαίνει φωνῆεν: τὸ Φ κατὰ τὸν κώδικα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀλφαβήτου σημαίνει φῶς καὶ τὸ Ω σημαίνει ὁ νοῦς. Φῶς τοῦ νοός. Τὰ φωνήεντα λέγονται καὶ φθόγγοι. Φθόγγος σημαίνει ἦχος παραγόμενος διὰ τοῦ λάρυγγος, ἀπὸ τὸ ῥῆμα φάω, ἀρχικὰ τὰ φωνήεντα ἦταν 5: α, ε, ι, ο, υ καὶ ἐπροφέροντο μουσικά, ἔχουμε δὲ τραγούδια ποὺ στηρίζονται σε 5 φθόγγους εἶναι τὰ λεγόμενα 5φθογγα πολυφωνικὰ τραγούδια τῆς Ἠπείρου, πρόδρομος τῆς πολυφωνικῆς μουσικῆς. Ἀργότερα στὰ 5 φωνήεντα προσετέθη το η και ω. Ὅταν τα φωνήεντα ἔγιναν 7, παρατηρεῖται συγχρόνως στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ν΄ ἀκούγονται κλίμακες μὲ 7 μουσικοὺς φθόγγους. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς 7 φθόγγους ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἐνδιάμεσοι φθόγγοι. Ὅλοι ἔχετε δεῖ τὰ πλῆκτρα τοῦ πιάνου, τοῦ ἁρμόνιου, αὐτὰ εἶναι ἄσπρα, ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ λίγο μακρόστενα εἶναι τὰ μαῦρα. Αὐτὰ τὰ μαῦρα πλῆκτρα ἀντιπροσωπεύουν ἐνδιάμεσους ἤχους. Ἡ Ἑλληνικὴ μουσικὴ καὶ ἡ Βυζαντινὴ ψαλμωδία τὸ χαρακτηριστικὸ ποὺ ἔχουν εἶναι ὅτι περνᾶνε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐνδιάμεσους ἤχους. Εἶναι σὰν νὰ λέμε ἀπὸ τὸ μαῦρο χρῶμα νὰ πᾶμε στὸ ἄσπρο, θὰ περάσουμε μὲ τόνους τοῦ γκρίζου.

Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἤχους, ἀπὸ τὸ Ντὸ γιὰ νὰ πᾶμε στὸ Ρέ, χρησιμοποιοῦμε ἐνδιάμεσους ἠχητικοὺς τόνους.

Ὅμως, σὲ πολλὲς ξένες γλῶσσες τὰ φωνήεντα ἀποδίδονται καὶ μὲ ἐνδιάμεσους ἤχους. Οἱ Γάλλοι τὸ Ε ἄλλοτε τὸ λένε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα κι ἄλλοτε μὲ κλειστό. Τὸ Ι πότε μὲ ἀνοιχτό, πότε U μὲ κλειστὸ τὸ στόμα. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀποκλείσει ὅτι οἱ Γάλλοι δὲν τὸ πῆραν ἀπὸ τὴν προφορὰ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων; Μήπως δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ξεχωρίσουμε κι ἐμεῖς κατὰ τὸν ίδιο τρόπο τό: Ἡμῶν μὲ το Ὑμῶν μὲ κλειστὸ τὸ στόμα;

Τὶς ποικιλίες τῶν φωνηέντων, σήμερα δὲν τὶς χρησιμοποιοῦμε, ἔχουν χάσει ὄχι μόνο τὴν προσωδιακή τους χρήση ἀλλὰ καὶ τὴν ἠχητική τους ἰδιαιτερότητα στὴν προφορά. Ὅλα τὰ η ι υ καὶ τὶς διφθόγγους οι, ει, κλπ. τα προφέρουμε τὸ ἴδιο, ὑπάρχουν μόνο γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς γραφῆς. Καινό = καινούργιο, κενό = ἀδειανό.

Στὰ λεξικὰ βρίσκουμε λέξεις μουσικὲς ὅπως: ἀ-ά-α-τον=ἀκατάβλητον, ἀάσχετος=ἀκατάσχετος. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες παρατηροῦνται δίφθογγοι καὶ τρίφθογγοι οἱ ὁποῖοι δὲν προφέρονται, ἀλλὰ μόνο γράφονται. Ὁπως οἱ Γάλλοι τὸ νερὸ τὸ γράφουν μὲ τρία φωνήεντα καὶ τὸ προφέρουν μὲ ἕνα ποὺ δὲν περιέχεται στὴ λέξη. ΕΑΥ= Ο. Άλλὰ καὶ στὴν Ἑλληνικὴ ἀεί = πάντοτε, τὸ βρίσκουμε καὶ αἰεί = πάντοτε. Μία λέξη τέσσερα φωνήεντα, 2 συλλαβές. Μόνο μία προσωδιακὴ προφορὰ μὲ ἐνδιάμεσους φθόγγους, μπορεῖ νὰ δικαιολογήσει αὐτὴ τὴ γραφή. Κι αὐτὸ ἦταν ποὺ δυσκόλευε τοὺς μὴ Ἕλληνες. Δὲν μποροὺσαν ν’ ἀκούσουν τοὺς διάφορους ἤχους ποὺ γλιστροῦσαν μέσα σὲ μία λέξη. Κι ὅταν τὸ αὐτὶ δὲν συλλαμβάνει ὅλους τοὺς ἤχους ποὺ ἀκούγονται, δὲν μπορεῖ καὶ ἡ νόηση νὰ προσδιορίσει περὶ τίνος πρόκειται. Δηλαδὴ τὸ αὐτὶ ἀκούει μόνο τοὺς ἰσχυροὺς ἤχους, τοὺς ἀσθενεῖς ἤχους ὅταν δὲν ἔχει ἐξασκηθεῖ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ξεχωρίσει. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα μὲ τὴ δημοτικὴ μουσικὴ καὶ τὴ βυζαντινή. Αὐτὸς ποὺ ἔχει μάθει ν΄ ἀκούει μόνο τὴ συγκερασμένη μουσικὴ μὲ τὶς 7 νότες ὅπως εἶναι ἡ δυτικὴ ἁρμονία (εὐρωπαϊκὴ μουσική), τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ παρακολουθήσει καὶ νὰ τραγουδήσει τὶς φυσικὲς κλίμακες ὅπως εἶναι οἱ ἑλληνικές.

Οἱ ἄνθρωποι πρῶτα σκέφτηκαν, μετὰ μίλησαν κι ἔπειτα ἔγραψαν. Ἄρα ὅπως μιλοῦσαν ἔτσι τὰ ἔγραφαν, ἄλλως τὶ νόημα θὰ εἶχαν οἱ δίφθογγοι.

Τὸ θαῦμα αὐτῆς τῆς ἐπιστημονικῆς γλώσσας εἶναι ὅτι, καὶ ἀκουστικὰ καὶ ὀπτικὰ εἶχε ὄχι μόνο τὴν ξεχωριστὴ γραφή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν εἰδικὴ προφορὰ τῶν φωνηέντων, ποὺ ἀπέδιδαν τὴν ἔννοια τραγουδιστά. Πολλὲς φορὲς ὅταν συνομιλοῦμε, δὲν ἀκοῦμε καλὰ τὶς λέξεις, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τόνο τῆς φωνῆς καταλαβαίνουμε τὶ θέλει ὁ ἄλλος νὰ μᾶς πεῖ.

Ἀναλύοντας τὴν προφορὰ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας

Ἄς ἐξετάσουμε πρῶτα, πῶς ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες προφέρουμε τὰ σύμφωνα. Τὰ λέμε σύμφωνα ἐνῶ εἶναι ἄφωνα, διότι μόνο μαζὶ μὲ τὸ φωνῆεν ἀποκτοῦν τὴ δική τους δυναμική.

Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι κάποια σύμφωνα δὲν τὰ περιλαμβάνει τὸ Ἰωνικό μας ἀλφάβητο, διότι ὅπως εἶναι γνωστὸ τὰ ἀλφάβητα τῶν Ἑλλήνων ἦταν πολλά. Κάθε Ἑλληνικὴ πόλη εἶχε καὶ τὸ δικό της Ἀλφάβητο. Ἔτσι ἔχουμε Ἰωνικό, Κορινθιακό, Ἀττικό, Χαλκιδικό, Θηραϊκό, Κρητικό, Ἀρχαῖο Λατινικό, κ.ἄ. Αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα καὶ ἔχει ἐπικρατήσει εἶναι τὸ Ἰωνικὸ τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε ὡς 4ο γράμμα τὸ ΝΤΕ ποὺ ἔχουν οἱ Λατῖνοι γιὰ μᾶς εἶναι Δέλτα, γι΄ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ προφέρουμε τὸ ντὲ ὅπως τὸ προφέρουν οἱ Λατινόφωνοι. Δηλ. δὲν πρέπει νὰ λέμε φωνήε(d)-ντα ἀλλὰ φωνήεν-ντα, Πάν-ντα ὄχι Πά(d)-ντα, Ἀν-ντοχή, ὄχι Ἀ(d)-ντοχή, Φαν-ντασία, ὄχι Φα(d)-ντασία.

Στὸ δικό μας τὸ Ἰωνικὸ ἀλφάβητο τὸ τρίτο γράμμα εἶναι τὸ Γάμα, ἐνῶ οἱ Λατίνοι ὡς τρίτο γράμμα ἔχουν τὸ ΣΕ, αὐτὸ ποὺ μοιάζει μὲ μισοφέγγαρο. Τὸ ὁποῖον προφέρετε ἄλλες φορὲς ὡς σέ, ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ Βυζαντινοί, ἄλλες φορὲς ὡς τσέ, ἤ κάπα. Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ σὲ ποιὸς μπορεῖ ν’ αμφισβητήσει ὅτι οἱ Σελλοὶ οἱ ὁποῖοι ἦταν κτηνοτρόφοι δὲν προφερότανε ὡς ΤΣΕ δηλ. Τσελλοί, διότι ἔχουμε τὰ παράγωγα Τσέ-λιγκας, Τσα-ρούχι, Τσοπάνος, Τσολιάς.

Στὸ δημοτικό μας τραγούδι καὶ στὴ βυζαντινὴ μουσικὴ ἀκοῦμε τοὺς ἤχους νὰ γλιστρᾶνε ἀπὸ τὸν ἕνα ἦχο στὸν ἄλλον. Δὲν εἶναι οἱ ἤχοι σταθεροὶ-συγκερασμένοι ὅπως εἶναι π.χ. στὸν Ἐθνικό μας Ὕμνο. Πρέπει δὲ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα εἶχε 45 κλίμακες, ἐνῶ ἡ Δύση χρησιμοποίησε μόνο 2 κλίμακες, δηλαδὴ τὴν μείζοντα καὶ τὴν ἐλάσσονα κλίμακα. Ένῶ τὰ μουσικὰ σύμβολα ὑπολογίζονται 1600.

Άπόπειρα προσωδιακῆς ἀπόδοσης

Ὅπως προαναφέραμε, ἡ Γαλλικὴ τὸ U τὸ πρφέρει μὲ μισόκλειστο στόμα, εἶναι ἐνδιάμεσο τοῦ Ι και ου. Ἐμεῖς ὅταν τὸ Υ εἶναι μετὰ ἀπὸ ἕνα φωνῆεν τὸ προφέρουμε μὲ σύμφωνο ὅπως λέμε «Αὔριο» τὸ προφέρουμε κάπως βάρβαρα «ἄβριο» μήπως οἱ πρόγονοί μας αὐτὰ τὰ δύο φωνήεντα τὰ πρόφεραν κλείνοντας λίγο τὸ στόμα τους σουφρώνοντας τὰ χείλη καὶ τὸ αὔριο ἀκουγόταν «αὔριο»; Τὴν Εὔβοια ὄχι ἔβια ἀλλὰ Εὔ-βο-ι-α. Ἀλλὰ χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ φράση γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ ἡ μουσικότητα, μία λέξη σκέτη δὲν ἀποδίδει τίποτα.

Πάνω σ’ αὐτὸ ποὺ λέμε, πρέπει νὰ θυμόμαστε καὶ τὴν ἐποχή. Οἱ ἄνθρωποι δὲν βιάζονταν, ἦσαν ἥρεμοι, ὁπότε καὶ ἡ ὁμιλία τους ἦταν ἀργή, εἶχαν τὸ χρόνο πολλὲς φορὲς καὶ ξαπλωμένοι στὰ ἀνάκλιντρα νὰ φιλοσοφοῦν συζητώντας. Ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα ἀπὸ τὸ ἄγχος μας μιλᾶμε γρήγορα, τρῶμε τὶς λέξεις μας πολλὲς φορὲς δὲν καταλαβαίνουμε τὸν ἄλλον τὶ θέλει νὰ μᾶς πεῖ καὶ τὸν ξαναρωτᾶμε νὰ μᾶς ἐπαναλάβει αὐτὸ ποὺ εἶπε.

Οἱ δίφθογγοι-δύο φθόγγοι ὅπως: ὁ τοῖχος, τὰ τείχη, ἡ τύχη σήμερα προφέρονται μὲ ἕνα ι. Μήπως οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόφεραν τὶς διφθόγγους ὅπως προαναφέραμε καὶ γιὰ τὰ σύμφωνα; Το-ῖ-χος, τε-ί-χη, τ-ύ-χη.

Ἐπίσης τὰ πνεύματα ποὺ ἔχουν τὴν ἔννοια τῆς ἀνάσας, ἐμεῖς σὰν Ἕλληνες δὲν τὰ χρησιμοποιήσαμε καὶ ἡ ψιλὴ καὶ ἡ δασεία ἔμειναν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ χωρὶς ἀκουστικὴ διάκριση. Ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζουμε ὅλο αὐτὸ τὸ σύστημα τοῦ τονισμοῦ δὲν χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν προφορά, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὴ γραφή. Ἐνῶ οἱ Λατινόφωνοι προφέρουν τὸ (χ) ἐλαφρὰ (χ)έλεν, (χ)ιστορία, (χ)ήρως, σήμερα λέμε «Χαίρετε» τότε πρόφεραν ἐλαφρὰ καὶ σύντομα Χάϊρε. Τὸ βρῆκα σὲ παλαιὸ λεξικὸ μὲ τὴν ἔνδειξη ποιητικά. Ἄλλη μία λέξη ποὺ συνάντησα: Ἔρως καὶ Ἔρος. Διαφορετικὴ ἔννοια ἀλλὰ καὶ διαφορετικὴ γραφὴ καὶ προφορά. Τὸ ἀεί= πάντοτε, τὸ συνάντησε σὲ ποίημα τῆς Σαπφοῦς ΑΙΕΙ. Κατὰ τὴ γνώμη μου εἴτε ΑΕΙ εἴτε ΑΙΕΙ πρέπει νὰ εἶχε μία παραπλήσια προφορά, ἀπὸ τὸ Α γλιστροῦσαν στὸ Ι. Σὲ παλιὸ λεξικὸ συνάντησα τὴν πόλη Τροία γραμμένη Τρο-ι-ία καὶ δίπλα εἶχε τὴν ἔνδειξη ποιητ. ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγγλικὴ γράφει α καὶ προφέρει εϊ γράφει ε καὶ προφέρει ιι κλπ. ὅλα αὐτὰ χωρὶς ἀμφιβολία εἶναι ὑπολείμματα προσωδιακῆς γλώσσας.

Ἄλλη παρατήρηση ποὺ κάναμε εἶναι τὰ διπλὰ σύμφωνα μέσε σὲ μία λέξη, ὅπως θάλασσα, γλώσσα, ἄμμος, ἵππος, σίγουρα ὑπῆρχε κάποια διάκριση κατὰ τὴν προφορά. Μοῦ εἶπαν ὅτι σὲ διάφορα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου ἔχουν μία ἰδιάζουσα προφορὰ ὅταν προφέρουν π.χ. τὸ ἵππος διακρίνεις ὅτι γράφεται μὲ δύο πί. (Λέγοντάς το στὰ γρήγορα ἀκούγεται ἵποπος).

Έξ αἰτίας τῆς προφορᾶς ἔχουμε παραλλαγὲς πολλῶν λέξεων καὶ στὰ φωνήεντα καὶ στὰ σύμφωνα. Φαίνεται ὅτι ἡ ἀκουστικὴ ἀντίληψη δὲν ἦταν πάντοτε εὐδιάκριτη κατὰ τὴν προφορά, μὲ ἀποτέλεσμα μία λέξη ν’ ἀκούγεται μὲ διαφορετικὰ φωνήεντα. Ὅπως τὸ φῶς ἀρχικὰ προφερόταν Φάος - Φόως, Ὑμέναιος - Ὑμήναος διακρίνουμε στὴν Σαπφώ, ἀέλιος - ἥλιος εἰδικὰ τὸ λάμδα οἱ ξένοι τὸ προφέρουν ἐλαφρὰ ὅπως καὶ σὲ μερικὲς περιφέρειες τῆς Ἑλλάδος, ἄκουσα Βορειοηπειρώτες νὰ λέγουν Ἐλι-ές κι ὄχι ἐλιές. Τὸ ἴδιο μοῦ εἶπαν προφέρουν καὶ στὴν Κρήτη, στὴν Κέρκυρα παλαιότερα σὲ χωριὰ προφέρανε ἐλι-ὲς καὶ ἐγιές.

Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀκουστικὲς ἀντιλήψεις ποὺ δημιουργοῦσαν ἀκουστικὲς διαλέκτους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: